Η δημιουργία του κόσμου και ότι περιλαμβάνεται σ’ αυτόν από τον Θεό, έγινε την στιγμή που το επιθύμησε, με τον σχεδιασμό και την τελειότητα που προήλθε απ’ Αυτόν. Παρόλα αυτά, εκκρεμούσε η δημιουργία ενός ακόμα έργου της δημιουργίας που θα ξεπερνούσε οτιδήποτε είχε κάνει ως τότε. Την Μαρία, ενός άλλου κόσμου, ενός κόσμου που ο Θεός προέβλεψε με μεγάλη χαρά. Για εκείνην, εξαιρεμένη από την αμαρτία, ήταν στιγμή της πιο καθαρής αθωότητας. Ο Θεός ευχαριστήθηκε κατά την δημιουργία (μαζί με τα αστέρια) δύο ειδών φωτός- τον ήλιο για την ημέρα, το φεγγάρι για την νύχτα. Ήταν όμως ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση για Εκείνον να εφοδιάσει την Μαρία με δύο είδη παραδεισένιων φώτων, πιο λαμπρών και όμορφων από τον ήλιο και το φεγγάρι: υπακοή και ολοκληρωτική πίστη. Ο Θεός ευχαριστήθηκε για τη δημιουργία των αστεριών, αλλά οι σκέψεις του για την καρδιά της Μαρίας ήταν πιο ευχάριστες για Εκείνον.
Και παρόλο που η καρδιά της Μαρίας είναι μία αναμάρτητη καρδιά, είναι απόλυτα και ολοκληρωτικά ανθρώπινη στα συναισθήματα.
Η Μαρία, ως τριαντάφυλλο ιδιαίτερης ομορφιάς, συνοδευόταν από δυνατά και αιχμηρά αγκάθια δοκιμασίας και πόνου από τα οποία δεν θα κατάφερνε να μην πληγωθεί. Γνώριζε ότι ο Γιός του Θεού, πρόθυμος να ενσαρκωθεί, να γίνει Γιός της, θα υπέφερε σαν άνθρωπος. Για την Μαρία ήταν ανείπωτη χαρά ότι ο Γιός της έπρεπε να έρθει ταπεινός για να οδηγήσει την ανθρωπότητα στον παράδεισο, αλλά την ίδια στιγμή μεγάλος πόνος για εκείνη, ότι κάτι τέτοιο απαιτούσε τον θάνατο του Γιού της με τόση αγωνία σώματος και ψυχής. Ήταν μεγάλη χαρά να συλλάβει τον Γιό της άμωμα και αγνά, αλλά μεγάλος πόνος γι’ αυτήν ότι αυτός ο τόσο αγαπητός Γιός γεννήθηκε για να υποφέρει ντροπιαστικό θάνατο και ότι εκείνη θα ήταν παρούσα, μεγάλος πόνος να ξέρει ότι η μεταθανάτιος δόξα δεν θα κερδιζόταν χωρίς την αγωνία και την ντροπή του Σταυρού.
God’s creation of the world and all it contains took place in the instant of his will’s expression; and with that design and perfection foreseen by him. Yet, there remained still uncreated another work of creation which would surpass what he had already done. Mary, of another world, a world which God foresaw with great joy. For Her, exempt from sin, it was a time of purest innocence. It pleased God to make, together with the stars, two lights- the sun for daytime, the moon for the night. It pleased God still more to set in Mary two heavenly lights, brighter and more beautiful than the sun or the moon: obedience and a most complete and trusting faith. God was pleased to create the stars but the thoughts of Mary’s heart were more pleasing to Him.
And though Mary’s heart is a sinless heart, is totally and completely human in its emotions and sentiments.
Mary, as a rose of great beauty was surrounded by strong and sharp thorns of trial and sorrow by which she would not be untouched. For she knew that the Son of God willed to come as man, as her Son, would suffer as man. To Mary it was joy beyond words that her Son should come in humility to lead man to heaven, but at the same time great sorrow that this should require the redeeming death of her Son in such agony of body and soul. It was great joy to conceive he Son in sinlessness and purity but great sorrow to her that this so loved Son was born to suffer a shameful death, and that she herself would be there to stand and see, great sorrow to know that this afterlife glory would not be won except by the agony and shame of the Cross.